- ὑποψίας
- ὑποψίᾱς , ὑποψίαsuspicionfem acc plὑποψίᾱς , ὑποψίαsuspicionfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
наличьѥ — НАЛИЧЬ|Ѥ (3*), ˫А с. 1. Внешний вид: наличьѥмь. чл҃вколюбиѥ приѥмлеть. дѣломь же послѣднюю злѡбь исполнѧють МПр XIV, 57; то же (προσωπεῖον) ПНЧ ХIV, 104а. 2. Подозрение: еже... наличьѥмь другъ дрѹга [вм. дрѹгъ къ дрѹгѹ] суть. се же ˫авѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
обличиѥ — ОБЛИЧИ|Ѥ (21), ˫А с. 1.Вид, облик: и твоѥго лица часто видѧщи. ѡ҃ца твоѥго подобьно ѡбличие. д҃шевноѥ истовоѥ || снабдѧщи. и великъ ѹвѣтъ и ѹтѣшение творѧщи. ПрЛ XIII, 68–69; силнѣ же опалѧѥм... || самѣмъ костемъ ѥго съхнѹтисѧ и ищезнѹти облiчью… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αρσενικό — Χημικό στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο As και ατομικό αριθμό 33. Το α. βρίσκεται στη φύση με τη μορφή διαφόρων ενώσεων, από τις οποίες σημαντικότερες είναι o αρσενοπυρίτης ή διπλά θειούχα άλατα α. και σιδήρου, το… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
μη ου — μὴ οὐ (Α) εκφράζει άρνηση η οποία ενέχει την έννοια υποψίας κακού, κυρίως μετά από ρήματα που δηλώνουν φόβο ή και προσδοκία κακού («δείδω, μὴ oὔ τίς τοι ὑπόσχηται τόδε ἔργον», Ομ. Ιλ.) 2. (με απρμφ.) χρησιμοποιείται: α) μετά από άρνηση που… … Dictionary of Greek
Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Σαρότ, Ναταλί — (Sarraute). Γαλλίδα συγγραφέας ρωσικής καταγωγής (Ιβάνοβο Βοζνεσένσκ 1902). Εγκαταστημένη στο Παρίσι αφού πέρασε τα παιδικά της χρόνια μεταξύ Ρωσίας, Γαλλίας και Ελβετίας και έμεινε για σπουδές στη Γερμανία και στην Αγγλία, άσκησε το επάγγελμα… … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο αυτός που βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον άλλο, ο εξαιρετικός: Τον γνωρίζω καλά, είναι άνθρωπος ανώτερος. Φρ. «ανώτερος χρημάτων», αφιλοκερδής, «ανώτερος υποψίας», που δεν μπορούν να υποψιαστούν (συγκριτικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)